Αδημοσίευτη ομιλία του μακαριστού πρωτοπρεσβύτερου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, π. Δοσίθεου Χρήστου Αναγνωστόπουλου- Βιολόγου Ερευνητή κατά την παρουσίαση του βιβλίου του «Αναβολές και Κατήφοροι»

Παναγιώτατε Δέσποτα, Σεβασμιώτατοι ΄Αγιοι Αρχιερείς, Εξοχώτατε κ.Πρέσβη, Εντιμότατοι κ. Πρόξενοι, Αγαπητοί αδελφοί, συμπολίτες, Φ ίλες και φίλοι,
Επιθυμώ κατ΄αρχήν να εκφράσω τις ειλικρινές μου ευχαριστίες πρώτα σε Εσάς Παναγιώτατε, τόσον διότι μας τιμάτε ιδιαιτέρως με την προσωπική Σας Παρουσία απόψε όσο και διότι τα βιβλίο αυτό, και όσα Θεού θέλοντος θα επακολουθήσουν, βλέπουν το φως της δημοσιότητος εδώ στην Πόλη, χάρη στο γεγονός ότι εδώ βρέθηκα μόνον διά της δικής Σας ευλογίας. Αμφιβάλλω πολύ ότι, σ΄αυτόν τον τομέα θα απολάμβανα μιά τέτοια τιμή αν ήμουν αλλού.jjjjjjjj
Ευγνωμοσύνη οφείλω και στους φίλους του ΙΣΤΟΥ γιά την προτίμηση που έδειξαν στο ανά χείρας αφήγημά μου αλλά όχι μόνον γι΄αυτό . Είχαν το δυσεύρετο στην ομογένειά μας θάρρος να αποπειραθούν να ιδρύσουν ελλήγλωσσο Εκδοτικό Οίκο στην Πόλη όπου το ελληνόφωνο στοιχείο έχει συρρικνωθεί. ΄Ισως όμως ο ΙΣΤΟΣ να αποτελέσει και τον σπόρο από όπου θα βλαστήσει μιά καινούργια εκδοτική εργασία εξυπηρετούσα ανάγκες τριπλής μορφής, τόσο για τους έλληνες της Ελλάδας, όσο και γιά τον ελληνισμό της Πόλης μας αλλά όσο και γιά όσους από τους νεαρούς τούρκους, που όπως διαπιστώνουμε προσέρχονται πολυάριθμοι επιθυμόντας να αποκτήσουν γνώσεις της ελληνικής γλώσσας. Μπορεί λοιπόν ο ΙΣΤΟΣ να παίξει ιστορικό ρόλο γιά την περιοχή μας.
Ευχαριστώ τον κύριο Πρέσβη γιά την φιλική του συμπαράσταση η οποία εκδηλώνεται με την προσφορά του χώρου αυτού γιά την πραγματοποίηση της παρουσίασης του έργου του ΙΣΤΟΥ γενικά και του βιβλίου ειδικά.
Και οφείλω μιά σύντομη απάντηση στην πιθανή απορία : γιατί χρησιμοποιώ το λαϊκό μου όνομα, καίτι στο βιογραφικό σημείο του εξώφυλλου αναφέρεται η πραγματική μου ταυτότητα. Λοιπόν δε γράφω χρησιμοποιόντας ψευδώνυμο και ούτε θα χρησιμοποιήσω ποτέ ψευδώνυμο. Η τετραλογία γράφτηκε στο χρονικό διάστημα μεταξύ του 1967 και 1994, όταν ήμουν ο Χρήστος Αναγνωστόπουλος. Εκφράζει τις τότε αγωνίες και παρατηρήσεις μου, τους τότε κοινωνικούς κύκλους όπου ζούσα και κινόμουνα, τις τότε εμπειρίες μου. Συνεπώς χρησιμοποιώ το τότε όνομά μου διά του λόγου το αληθές.
Τίθεται βέβαια και άλλη μιά ερώτηση:
Γιατί η έκδοση της τετραλογίας αρχίζει με το τρίτο βιβλίο ενώ έχουν γραφεί όλα και είναι ως κείμενα περίπου έτοιμα προς έκδοση ; Το πρώτο βιβλίο είχε δοθεί προ διετίας σε άλλον εκδότη στη Ελλάδα, ο ο-ποίος όμως δεν ευκαιρούσε να το εκδόσει και καθυστερούσε. Όταν του ανακοίνωσα την ίδρυση του ΙΣΤΟΥ είχε την ευγενή καλοσύνη να μου το επιστρέψει γιά τούτο και τον ευχαριστώ. Αλλά στο μεταξύ υπήρχε το τρίτο βιβλίο σε διορθωμένη μορφή και μάλιστα σε διπλότυπο. Αυτό έδωσα λοιπόν χωρίς να προσδοκώ αναγνώριση. Και αυτό αποφασίσαμε να εκδοθεί.
Με ποια αφορμή και γιά ποιόν σκοπό γράφτηκαν τα τέσσερα αυτά μυθιστορήματα;
Τον Φεβρουάριο του 1965 αποφοίτησα από την Φυσικομαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου της Πόλης και σε μερικούς μήνες είχα βεβαιωθεί ότι η διατριβή μου στο Ινστιτούτο της Βιολογίας στο Σουλεϊμανιγιέ δεν είχε ελπίδες να τελειώσει, δεδομένου ότι το Κυπριακό βρισκόταν σε μιά από τις εξάρσεις του και σε κείνο το Ίδρυμα υπήρχε μιά μικρή αλλά εθνικιστικά δραστήρια τουρκοκυπριακή φοιτητική ομάδα, αποφάσισα να τα παρατήσω γιά να υπηρετήσω στο στρατό , απλώς γιά να τελειώνω με μιά υποχρέωση. Υπηρέτησα στις Σαράντα Εκκλησιές πολύ κοντά στο Πηγόκαστρο και τη Βιζύη, και άλλα χωριά που είχα την ευκαιρία να επισκεφτώ κατά την δεκαοχτάμηνη παραμονή μου στην περιοχή στις ανατολικές παρυφές της Στράντζας. Ο χειμώνας του 66/67 στην Θράκη ήταν ιδιαίτερα βαρύς. Ιδανικές συνθήκες γιά να κάθεται κανείς μπρος σε μιά θερμάστρα τα κρύα βράδυα και να διαβάζει ή να σκέπτεται.
΄Ημασταν μιά παρέα αποτελούμενη από τρείς έφεδρους αξιωματικούς και ένα δεκανέα , που υπηρετούσαμε στα βουλγαρικά σύνορα. Ο ένας ήταν αρμένης, ο άλλος κούρδος, ο τρίτος εγώ κι΄ο δεκανέας ήταν εβραίος. Το όνειρο του αρμένη ήταν να απολυθεί και να φύγει στην Μασσαλία, ο κούρδος είχε άλλο όνειρο, επιθυμούσε να ζήσει και να δράσει στη Σοβιετική Ένωση κι΄ο εβραίος θάφευγε γιά την Γιάφφα όπου είχαν ήδη εγκατασταθεί τ΄αδέλφια του. Ο μόνος που δεν ήξευρε τι θα κάνει ήταν ο έλληνας. Εγώ. Στους 18 μήνες της παραμονής μου στις Σαράντα Εκκλησιές είχα την ευκαιρία να επισκεφτώ την Πόλη αρκετές φορές. Το στέκι των φίλων μου ήταν ο Μορφωτικός Σύνδεσμος του Μοδιού. Εκεί συζητούσαμε γύρω απ΄ όλα όσα μας απασχολούσαν τα χρόνια εκείνα. Εκεί έζησα και την βαθμιαία απογύμνωση από τις παιδικές και νεανικές φιλίες . Οι εμπειρίες μου στις Σαράντα Εκκλησιές μαζί με τα όσα συνέβαιναν στο Μόδι όταν άρχισαν οι απελάσεις και τα συμβαίνοντα τότε στο Πανεπιστήμιο αποτελούν το πρώτο μυθιστόρημα της τετραλογίας, που φέρει τον τίτλο ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΜΠΑΛΛΑΝΤΑΣ το οποίο άρχησα να γράφω στα βουλγαρικά σύνορα, και συνέχισα στην Γερμανία μετά το φευγιό μας την σημαδιακή χρονιά του 1968. Τις 250 περίπου σελίδες αυτού του μυθιστόρηματος έγραψα και ξανάγραψα πολλές φορές. Οι κύριοι ήρωές του είναι οι δυό φίλοι απ΄το Μόδι: Ο Δημήτρης κι΄ο Γιώργος. Φοιτητές αμφότεροι του Πανεπιστη-μίου της Πόλης. Ο πρώτος, γόνος μιάς μικροαστικής οικογένειας, που ελπίζει στους δυό γιούς της γιά ένα οικονομικά καλλίτερο αύριο, κι΄ανήκει σ΄αυτούς τους ομογενείς της Πόλης που θλίβονταν γιά την φυγή που είχε ξεσπάσει σαν πανούκλα γύρω τους. Σε κάποια φιλονικεία με τον μικρότερο γιό του λέγει οργισμένος ο πατέρας « εμείς θα μείνουμε όσο η Εκκλησία μας είναι εδώ, όποιος φεύγει είναι προδότης». Ο έτερος φίλος , ο Γιώργος, είναι γόνος μιάς μεγαλοαστικώτερης μεν οικογένειας αλλά και γιός ανθρώπου με βεβαρυμένο στην Ελλάδα πολιτικό παρελθόν. ΄Ενας νέος άνδρας, που η φύση του στέρησε κάποια απαραίτητα χαρίσματα γιά να μπορεί να επιζεί σε συνθήκες κρίσης. ΄Ο,τι λοιπόν δυσάρεστο ή δύσκολο αντιμετωπίζει, το χρεώνει στο παρελθόν του πατέρα του. Κάτω από τελείως διαφορετικές περιστάσεις εγκαταλείπουν κι΄οι δυό την Πόλη. Ο πρώτος φεύγει γιά την Αθήνα δραπετεύοντας κυριολεκτικά, ενώ ο άλλος απελαύνεται με όλη την οικογένεια, ό,τι ακριβώς απευχόταν και φοβόταν. Εδώ τελειώνει η ιστορία αυτή που είναι και αυτοτελής.
Όταν πηγαινοερχόμασταν απ΄την Γερμανία στην Πόλη συναντούσαμε και παλιούς, ελάχιστους πλέον, γνωστούς. Έτσι ήλθα σε επαφή με το θέμα των παυμένων εκπαιδευτικών της Ομογένειας. Σέ τούτο το πάνε έλα στην Πόλη συναντούσα γνωστούς μου εκπαιδευτικούς μεταξύ αυτών και παυμένους ή άλλους που περίμεναν διορισμό. Συνάντησα κληρικούς και θεολόγους εκπαιδευτικούς που οι αρμόδιες αρχές τους αρνούνταν διαβατήριο και συνεπώς ήταν ουσιαστικά φυλακισμένοι. Ηταν δηλαδή μιά εποχή κατά την οποία ο ελληνισμός της Πόλης ήταν ομηρος ενός πολιτικού συστήματος του οποίου κύριος στόχος ήταν η διπλωματική πίεση ενάντια στην Ελλάδα διά μέσου αυτής της Μειονότητος. Τι πάει να πει όμως «πίεση
μιάς μειονότητος». Μειονότης δεν είναι μιά αφηρημένη έννοια. Ούτε θέμα ακαδημαϊκής συζήτησης. Είναι μοίρες ανθρώπων με διαφορετικό δυναμικό ο καθένας τους. Όλοι δεν τα βγάζουν πέρα με τις δυσκολίες με τον ίδιο τρόπο. Κάποια ενισχύονται αγωνιζόμενοι, κάποιοι άλλοι καταρέουν. Κάποιοι συμβιβάζονται, άλλοι πάλι υιοθετούν βιοθεωρίες αντικοινωνικές γιά να αντεπεξέλθουν των δυσχερειών τις οποίες υποχρεώνονταθ να αντιμετωπίσουν. Κάποιοι τέλος αναγκάζονται να υποδυονται ρόλους ισορροπημένων ανθρώπων, τους οποίους εμείς θαυμάζουμε ενώ αυτοί γνωρίζουν ότι έχουν καταντήσει ράκη.
Από τούτες τις συναντήσεις και τις παρατηρήσεις που ανέφερα γεννήθηκε το μυθιστόρημα ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΙΑ. Πρόκειται γιά έναν παυμένο εκπαιδευτικό και τα όσα αντιμετωπίζει την εποχή της δικτατορίας, προσπαθόντας να φύγει απ΄εδώ προς την Ελλάδα δίχως να το καταφέρνει, νιώθοντας σαν ποντικός πιασμένος σε παγίδα (στη φάκα).
Αν βγαίνοντας απ΄το πλοίο της ακτοπλοϊκής συγκοινωνίας στην αποβάθρα της Χάλκης ρίξετε μιά ματιά κατευθείαν απέναντι προς τα επάνω, στο λόφο θα δείτε δυό δίδυμα ξύλινα σπίτια. Το ένα απ΄αυτά μοιάζει εγκαταλελημένο. Στη σοφίτα του υπάρχει ένα παράθυρο που κοιτά βορεινά, προς τη γή της Βιθυνίας. Δεν γνωρίζω κανέναν που κατοικούσε εκεί, έβλεπα όμως το σπίτι κάθε φορά που πήγαινα στη Χάλκη και έπλαθα στην φαντασία μου ιστορίες μέσα σ΄αυτό. Αυτό είναι και το αναφαίρετο δικαίωμα της ποιητικής φαντασίας. Σ’ αυτό το σπίτι τοποθέτησα τον παυμένο εκπαιδευτικό Άγη Βοσκόπουλο, που αναμιγνύεται σε υποθέσεις οι οποίες ξεπερνάν τις δυνατότητές του να τις αντιμετωπίσει. Οι δυνατότητές του όμως πηγάζουν από την αδιόρθωτα τίμια ψυχή ενός αθλητή. Και είναι αθλητής ο Άγης Βοσκόπουλος. Αθλητής και σε σωματικά αλλά και πνευματικά αθλήματα. Ανίκανος να ανταποδώσει το κακό με κακό. Πανέτοιμος να βοηθήσει κάποιον που έχει την ανάγκη του. Και τούτος, μετά από φρικτές κι΄επικίνδυνες απαγοητεύσεις, οφειλόμενες ιδίως στις ενδοκοινοτικές άρα εμφύλιες διενέξεις της Ομογένειας διαφεύγει με την ψυχή στο στόμα τους κινδύνους που τον απειλούν καταλήγοντας στο άσυλο μιας χώρας του εξωτερικού κατά τον Βορρά.
Είμαι της γνώμης ότι είμαστε υποχρεωμένοι σαν κοινωνικό σύνολο να βλέπουμε τα λάθη μας, κατά πρό-σωπο, σαν να ερευνούμε γυμνή την ψυχή μας, και να τα αναλύουμε μη επιρίπτοντας, απαραιτήτως, τις ευθύνες μόνο σε κάποιους ιθύνοντες αλλά κάμνοντας την ειλικρινή αυτοκριτική μας. Δεν επιτρέπεται να κρυβόμαστε πίσω από έναν ανθρωπιστικά άγονο ισχυρισμό ότι αγωνιζόμαστε γιά την επιβίωση του Γένους όταν πράττουμε οφθαλμοφανείς αδικίες, που τις γνωρίζουμε πολύ καλά. Ειναι φοβερά επικίνδυνο να διαδίδουμε αναλήθειες δικαιολογώντας τες με την δήθεν προστασία της Ομογένειες. Και δεν πρέπει να απαιτούμε σιωπή μπρος στο άδικο! Με τούτο τον τρόπο χάνουμε τη νεολαία μας. Μόνον έτσι θα αποκτήσουμε την ποθητή (υποθέτω) κάθαρση. Αυτό αποτελεί και το μήνυμα του μυθιστορήματος.
Το τρίτο βιβλίο είναι το ανα χείρας. Οι ήρωες του πρώτου μυθιστορήματος ξανασυναντιούνται πενηντάρηδες πιά στην Αθήνα. Η ευεργετική κληρονομιά της φιλίας κατά τα νεανικά τους χρόνια τους ξαναφέρνει τον έναν κοντά στον άλλον. Είναι μόνοι. Δεν στάθηκε δυνατό να φτιάξουν οικογένεια. Μολαταύτα φέρουν τις ευθύνες άλλων. Της επόμενης γεννεάς που γαλουχήθηκε σε μιά μεταχουντική Ελλάδα. Στην μεταπολίτευση του 74/75. Μιά Μεταπολίτευση, που κατά τη γνώμη κάποιων που την κατακρίνουν, επιτρέπει τον πνευματικό αφελληνισμό του λαού ενώ γιά κάποιους άλλους δεν τολμά την πραγματική δημοκρατία. Είναι η εποχή, μεταξύ άλλων,και της τρομοκρατίας. Σ΄αυτήν την Αθήνα ξανασμίγουν ο Δημήτρης και ο Γιώργος.
Το τέταρτο και τελευταίο που φέρει τον τίτλο ΟΣΟΙ ΕΦΥΓΑΝ ΚΙ΄ΟΣΟΙ ΕΜΕΙΝΑΝ αποτελεί μιά συγκριτική αφήγηση δυό οικογενειών. Η μιά έφυγε τότε με τις απελάσεις κι΄η ‘αλλη έμεινε. Η πρώτη, η οικογένεια του Μιχάλη Ρίζου αποτελείται από δυό επιστήμονες, άντρας και γυναίκα, γιατροί άτεκνοι κι΄οι δυό με ριζικά διαφορετικές καταγωγές. Ο Μιχάλης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Φραγκφούρτης είναι Κωνστα-ντινουπολίτης η σύζυγός του είναι Αθηναία, κόρη απόμαχου στρατηγού μοναρχικών απόψεων, ο οποίος σαν έλληνες πιστεύει μόνο όσους κατάγονται από τον ελλαδικό χώρο. ΄Ολοι οι άλλοι δεν είναι ημεδαποί δεν είναι ημέτεροι. ΄Εχει δικές του απόψεις γιά την έννοια του έθνους και δη του έθνους των Ελλήνων και βεβαίως αντιμάχεται με κάθε ευκαιρία τον γαμπρό του, ο οποίος τονίζει ότι είναι έλληνας. Τόσο έλληνας όσο κι΄ο στρατηγός. Κι΄όταν εκνευρισμένος κάποτε ο καθηγητής της ιατρικής του θέτει το ρώτημα «πές μου αφού πιστεύεις ότι ξέρεις καλλίτερα, τι είναι έλληνας». Ακολουθεί μιά δισπερίγραφτη σκηνή. Ο έτερος είναι ο Μανώλης Ράφτης. Είναι έμπορος στην Πόλη και δεν έχει εγκαταλείψει την γενέτειρά του. Η σύζυγός του και αυτός αποφασίζουν μεν να μείνουν αλλά στέλνουν τα τρία τους παιδιά στην Ελλάδα. Και αρχίζει το δράμα της γυναίκας. Διότι σ΄αυτές τις οικογένειες το αφόρητο βάρος το επωμίζεται η μάννα. Πηγαινοέρχεται από την Αθήνα στην Πόλη, φροντίζοντας πότε τα παιδιά πότε τον άντρα της, που είναι για αρκετούς λόγους υποχρεωμένος να εργάζεται στην Πόλη. Σ΄αυτές τις περιπτώσεις καταρέει το ηθικό της μάννας όταν κάτι δεν πάγει καλά με κάποιο παιδί της, πράγμα το οποίο συμβαίνει και μ΄αυτήν την ηρωίδα όταν ο γιός της πέφτει θύμα αυτοκινητιστικού δυστυχήματος. Επιρίπτει τις ευθύνες της τραγικής απώλειας στον άντρα της. « Αν δεν μας έστελνες εκεί.....αν ερχόσουν μαζί μας....αν δεν τον είχες μάθει νάναι τόσο ατίθασσος....είσαι ο φονιάς του» κλπ. Αυτός ο γάμος που έμοιαζε να εκπληρεί όλες τις προϋποθέσεις γιά μιά αρμονική ζωή ναυαγεί εξ αιτίαςμιας κοινωνικής αστάθειας που διασπάει την οικογένεια. Το πρώτο αντρόγυνο συνεχίζει να συνυπάρχει, διότι και οι δυό μετά τον θάνατο του στρατηγού, δεν βλέπουν λόγο για να χωρίσουν αλλ΄ούτε και να ψάξουν ειλικρινά γιά κάποιο κοινό καινούργιο, ίσως, θεμέλιο ή μοτίβο. Η γυναίκα στο υποσυνείδητό της πιστεύει ότι η δυστυχία του πατέρα της ήταν ο άντρας της που πο-τέ δεν τον τίμησε ως ένδοξο στρατιώτη και ενστερνίζεται την άποψη του μακαρίτη ότι είχε παντρεφτεί έναν ξένο ενώ ο Μιχάλης βυθίζεται στις μελέτες του μετά από ένα καρδιακό επεισόδιο. Τελικά η μοίρα των δυό παλιών φίλων του Μιχάλη και του Μανώλη και των γυναικών τους είναι, τηρουμένων των αναλογιών, η ίδια όσο κι’ αν οι μεν είχαν φύγει από τις πατρίδες τους οι δε είχαν μείνει εν μέρει σ’ αυτές.
Αυτή περίπου είναι η τετραλογία. Τα μυθιστορήματα είναι αυτοτελή. Όπως αυτοτελείς είναι και οι πα-ράλληλοι βίοι των ανθρώπων, όσο κοινά τραγικοί και αν είναι.
Ο δε κοινός παρονομαστής είναι:
- τα βιώματα κατά το διάστημα του διωγμού
- οι συνέπειες του φευγιού από την Πόλη σαν αποτέλεσμα της απέλασης των ελλήνων πολιτών και της έμμεσης εκδίωξης όσων ήταν συνδεδεμένοι μ΄αυτούς. ΄Ηταν ένας καλοσχεδιασμένος διωγμός όπως αποδεικνύει ο καθ. Σπύρος Βρυώνης στο γνωστό του έργο και είχε θύματα.
Μοίρες ανθρώπων που βρίσκονται αντιμέτωποι με εξωγενείς κινδύνους, οι οποίοι άνθρωποι ωστόσο, είναι άτομα με προσωπικά άνισο εξοπλισμό πολλές φορές ανεπαρκή ψυχικό εξοπλισμό για ν΄αντιπαλαίψουν με παρόμοιες αντιξοότητες. Και το ερώτημα είναι ποιός έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί τους ανθρώπους σαν πιόνια της πολιτικής. Και εικάζω πως όσα έγραψα μέχρι σήμερα δηλαδή η τετραλογία , δυό ανεξάρτητα μυθιστορήματα που έχουν σαν ειδικό θέμα την ζωή ελλήνων επιστημόνων και εργατών στην γερμανική φαρμακευτική βιομηχανία και των διασυνδέσεών τους με γερμανούς φίλους τους και μη φίλους τους, γενικά αυτή την κεντρική ιδέα δουλεύουν γι΄αυτήν έχουν πλαστεί. Όλα αυτά

We use cookies to improve our website. Cookies used for the essential operation of this site have already been set. For more information visit our Cookie policy. I accept cookies from this site. Agree